χιονοθλασία

χιονοθλασία
η, Ν
φθορά που προκαλούν σε δάσος οι μεγάλες χιονοπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + -θλασία (< θλάση < θλω «σπάζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χιονορραγία — η, Ν χιονοθλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + ρραγία (< ρραγής < θ. ραγ τού ρ. ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρο ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Χορτάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”